The 1988 collapse of the U.S. mortgage market was an early warning of where the unbridled liberalization would lead us to.
Και όμως υπήρξε σοβαρή προειδοποίηση για την κρίση*
Γράφει ο Νίκος Βλασσόπουλος**
Πριν από είκοσι χρόνια στις ΗΠΑ σημειώθηκε μια μικροκαταστροφή. Ήταν μια πρώτη σοβαρή προειδοποίηση για το που μπορεί να οδηγήσει η φιλελευθεροποίηση και η κατάργηση των ελέγχων στο λεγόμενο καπιταλιστικό σύστημα, ή κατά το εξωραϊστικότερο, του ελεύθερου ανταγωνισμού Το 1988 είχαμε μια παραλίγο κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος όπου το κράτος (δηλαδή οι φορολογούμενοι) φορτώθηκε τις ζημιές των τραπεζών από δάνεια που δεν εξυπηρετούντο. Η ζημιά ήταν σχετικά μικρή διότι τότε με βάση τις ισχύουσες διατάξεις υπήρχαν όρια στην αναχρηματοδότηση των τραπεζών από την ελεύθερη αγορά με τίτλους τραπεζών που αντιπροσώπευαν ενυπόθηκα δάνεια που είχαν δώσει οι τράπεζες. Παρά ταύτα και τότε η αντιμετώπιση της κρίσης πήρε πάνω από τέσσερα χρόνια Όμως δέκα χρόνια αργότερα η κατάσταση άλλαξε καθώς απαλείφθηκαν οι περιορισμοί για αναχρηματοδότηση των τραπεζών από την ελεύθερη αγορά με τέτοιου είδους τίτλους. Και αυτή ήταν η βασική αιτία της ολοκληρωτικής κατάρρευσης που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Η κατάρρευση τώρα δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ, αλλά πιάνει την υφήλιο.
Με το να απαλειφθούν οι ισχύοντες περιορισμοί στην αναχρηματοδότηση των τραπεζών μπήκαν πλέον χοντρά στο παιγνίδι οι γιγαντιαίες επενδυτικές τράπεζες (Lehman Bros. J.P.Morgan, Bear Sterns, Merryl Lynch). Είναι αυτές που κατέρρευσαν τελικά φέτος υπό το αβάστακτο βάρος των τερατουργημάτων τους. Σημειωτέον ότι αυτοί οι ερίτιμοι οίκοι πρωτοστάτησαν στην κατάργηση των κανόνων ελέγχου και της εποπτείας γενικά στις δοσοληψίες τους. Το τι συνέβη είναι σχετικά απλό. Με την απάλειψη του ορίου αναχρηματοδότησης ουσιαστικά οι τράπεζες μπορούσαν πλέον να αναχρηματοδοτούνται χωρίς κανένα όριο και αυτό περίπου έκαναν. Οι τράπεζες χορηγούσαν δάνεια και κυρίως στεγαστικά δάνεια. Κατόπιν ουσιαστικά ξεφορτώνονταν αυτά τα δάνεια τιτλοποιόντας τα και πουλώντας τα στις επενδυτικές τράπεζες. Οι οποίες με τη σειρά τους τα πωλούσαν σε ακόμα πιο σύνθετες μορφές σε πελάτες τους διεθνώς. Με το νέο χρήμα που έπαιρνε η αρχική τράπεζα από την επενδυτική τράπεζα έδιναν και άλλα στεγαστικά δάνεια τα οποία και πάλι πουλούσαν στις επενδυτικές τράπεζες. Κυκλοφορεί η εκτίμηση ότι τα δάνεια που δόθηκαν με αυτή τη διαδικασία ενδέχεται να είναι 15 φορές μεγαλύτερα από τις καταθέσεις που είχαν αυτές οι τράπεζες πριν επιτραπεί η αναχρηματοδότηση μέσω της τιτλοποίησης χωρίς όρια.
Λογικό ήταν σε σχετικά σύντομο διάστημα να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες των αξιόπιστων πελατών και οι τράπεζες να στραφούν, λόγω απληστίας, και προς αυτούς που λόγω της χρόνιας συρρίκνωσης του πραγματικού τους εισοδήματος δεν ήταν σε θέση να εξυπηρετήσουν οποιοδήποτε δάνειο. Για αρκετά χρόνια, με τη συμπαιγνία ορκωτών λογιστών και την ανοχή των ελεγκτικών αρχών, οι ισολογισμοί των αμερικάνικων τραπεζών ήταν τελείως πλασματικοί. Με τεχνάσματα δημιουργικής λογιστικής έκρυβαν τις ζημιές και έδειχναν εντυπωσιακές αυξήσεις στην κερδοφορία τους. Έτσι δικαιολογούσαν και τα αστρονομικά μπόνους που έπαιρναν πρόεδροι και διευθύνοντες σύμβουλοι.
Η απάτη όμως δεν μπορούσε να κρατήσει έπ’ άπειρον. Κάποια στιγμή πέρυσι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια άρχισαν να διογκώνονται με ταχύ ρυθμό, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα επιδεινούμενο πρόβλημα ρευστότητας. Οι επενδυτικές τράπεζες και οι πελάτες τους δεν εισέπρατταν τα τοκοχρεολύσια που αντιστοιχούσαν στα τιτλοποιημένα δάνεια που είχαν αγοράσει. και έτσι δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τους τόκους των δανείων με τα οποία είχαν χρηματοδοτήσει τα στεγαστικά δάνεια που είχαν χορηγήσει. Η εξυπηρέτηση των δανείων στο σύνολό της πήγαινε από το κακό στο χειρότερο με αποτέλεσμα να πέφτει με ταχύ ρυθμό η αξία των κυκλοφορούντων τίτλων. Εν τω μεταξύ τα τιτλοποιημένα δάνεια που είχαν πουλήσει οι τράπεζες αντιπροσώπευαν ένα μίγμα από τίτλους δανείων εξυπηρετούμενων αλλά και μη εξυπηρετούμενων ενυπόθηκων δανείων, με τους τελικούς αγοραστές να μαθαίνουν πολύ αργά ότι ο τίτλος που αγόρασαν περιέχει και μια δόση «τοξικών». Έτσι κλονίστηκε η εμπιστοσύνη όχι μόνο του κοινού προς τις τράπεζες, αλλά και η εμπιστοσύνη μεταξύ των τραπεζών.
Τώρα όσο πιο στενές ήταν οι χρηματοοικονομικές σχέσεις μιας χώρας με τις Η.Π.Α. τόσο χειρότερα επλήγη το τραπεζικό της σύστημα. Στις ΗΠΑ είχαμε την κατάρρευση των μεγαλύτερων επενδυτικών τραπεζών, του μεγαλύτερου ασφαλιστικού οργανισμού και δυο γιγάντων της χρηματοδότησης των στεγαστικών δανείων. Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε κυρίως με κρατικοποιήσεις. Ταυτόχρονα όμως είχαμε την πλήρη κατάρρευση του Βρετανικού τραπεζικού συστήματος, με την κυβέρνηση να αναγκάζεται να κρατικοποιήσει σχεδόν όλες τις μεγάλες τράπεζες. Κατάρρευση του συστήματος είχαμε στην Ιρλανδία. Σημαντικό κλονισμό είχαμε στο Βέλγιο, ενώ στη Γερμανία καταγράφηκαν μεγάλες ζημιές. Ολοκληρωτική ήταν η καταστροφή της οικονομίας της Ισλανδίας, με το ένα τρίτο του πληθυσμού αυτής της μικρής χώρας να θέλει άμεσα τώρα να μεταναστεύσει.
Καθώς το κύριο πρόβλημα προέκυψε από τα στεγαστικά δάνεια που δόθηκαν σε εργαζόμενους οι οποίοι κατόπιν σταμάτησαν να εξυπηρετούν τα δάνειά τους, διερωτάται κανείς αν μπορούμε να καταλογίσουμε την ευθύνη σ’ αυτούς ή εν μέρη σ’ αυτούς. Η απάντηση είναι ότι για ηθικούς λόγους δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση να τους θεωρήσουμε υπεύθυνους και ο λόγος είναι απλός. Στα είκοσι χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από τον κλονισμό του τραπεζικού συστήματος το 1988 η κατάσταση των εργαζομένων στις Η.Π.Α. είχε πάει από το κακό στο χειρότερο. Στην περίοδο αυτή, όπως και στις δυο προηγούμενες δεκαετίες, είχαμε μια αύξηση της παραγωγικότητας, (ορίζεται ως η σχέση της συνολικής αξίας παραγωγής σε σταθερές τιμές ανά εργαζόμενο). Αυτή η σχέση ανέβαινε αδιαλείπτως κάθε χρόνο στα τελευταία είκοσι χρόνια. Όμως στο ίδιο διάστημα οι αμοιβές των εργαζομένων σε σταθερές τιμές όχι μόνο δεν αυξάνονταν αλλά έπεφταν. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο οι πραγματικοί μισθοί, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των ΗΠΑ, να έχουν πέσει σε επίπεδο κατώτερο του επιπέδου του 1964. Δηλαδή σαράντα τέσσερα χρόνια τώρα οι μισθοί κάνουν σημειωτόν. Αυτή η επιδείνωση της κατάστασης των εργαζομένων στις ΗΠΑ δημιούργησε και κάτι περίεργα φαινόμενα. Όπως για παράδειγμα είχες περιοχές στις Η.Π.Α. με μηδενική ανεργία, αλλά με ένα σημαντικό αριθμό αστέγων (!).Και φυσικά είχες μια κολοσσιαία μεταφορά πλούτου από τους εργαζόμενους στους υπερπλούσιους, πράγμα που τεκμηριώνεται και από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα οποία οι Η.Π.Α. κατέχουν τη δεύτερη χειρότερη θέση μετά την Τουρκία (!) στην ανισοκατανομή του πλούτου. Όντας σ’ αυτή την άθλια κατάσταση πολλοί αμερικανοί δελεάστηκαν από το ασύστολο μάρκετιν των τραπεζών για να ζήσουν το αμερικάνικο όνειρο με δανεικά, με προσωπικά δάνεια, αλλά κυρίως με ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια. Αυτή η επιδείνωση της κατάστασης των αμερικανών εργαζομένων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος. Πρωταρχικό μέλημα του Ρίγκαν, όταν ήρθε στη εξουσία ήταν να διαλύσει το συνδικαλιστικό κίνημα. Πράγμα που σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε ήδη στην πρώτη τετραετία του (1981-1985).
Το χειρότερο είναι ότι το πρόβλημα σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα έχει καταλήξει να είναι ένα τεράστιο και παγκόσμιο πρόβλημα της πραγματικής οικονομίας με συρρίκνωση του ΑΕΠ και αύξηση της ανεργίας. Έχουμε κλονισμό του συστήματος ισοτιμιών νομισμάτων λόγω ελλειμμάτων στο ισοζύγιο πληρωμών αλλά κυρίως εξαιτίας της βίαιης μετατόπισης χρημάτων λόγω της πιστωτικής κρίσης.
Τώρα να πούμε και δυο λόγια για τους «αρχιτέκτονες» της κατάρρευσης. Επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve Bank) από το 1988 μέχρι το 2006 ήταν ο Άλαν Γκρίνσπαν, χρηματιστής στο επάγγελμα και υπερήφανος ότι ήταν μέλος του στενού κύκλου της λυσσασμένης (όπως την αποκαλούν) φιλελεύθερης ψευδοφιλοσόφου Άιν Ραντ (Ayn Rand). Αυτή η δεύτερη ιδιότητα του ήταν πολύ χρήσιμη για την προώθησή του κ. Γκρίνσπαν στους υψηλούς Ρεπουμπλικάνικους κύκλους καθώς και ο Ρίγκαν (ένας αδαής ηθοποιός) που τον επέλεξε ήταν θιασώτης των ιδεολογιών της Ραντ. Κατά τον Γκρίνσπαν «για κάθε νόσο και ...»μια είναι η συνταγή «ρίξε κι’ άλλο χρήμα στην αγορά». Αλλά και ο διάδοχός του, ο κ. Μπερνάνκε , αν και ακαδημαϊκός είχε τα ίδια μυαλά με τον Γκρίνσπαν. Και οι δυο εν γνώση τους επέτρεψαν τη σχεδόν αέναη αναχρηματοδότηση των τραπεζών με τα ευφάνταστα μορφώματα που δήθεν εξασφάλιζαν τοξικά και μη τοξικά τιτλοποιημένα δάνεια. Τελικά τίναξαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στον αέρα.
Φυσικά κανείς από τους υπεύθυνους, πολιτικός ή δημόσιος λειτουργός δεν καλείται να απολογηθεί για τις ευθύνες του. Μια επιτροπή του Κογκρέσου που συγκροτήθηκε απλά παίρνει καταθέσεις για να διαπιστώσει πως επήλθε η κρίση. Στην ουσία αν κοιτάξει κανείς τα πρακτικά των συνεδριάσεών της βλέπει ότι τα ερωτήματα που βάζει είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα...
Η αντιμετώπιση του τεράστιου αυτού προβλήματος στις ΗΠΑ μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι με την αντιμετώπιση του βασικού προβλήματος της απίστευτης συρρίκνωσης του εισοδήματος των εργαζομένων, με γενναίες αυξήσεις μισθών, μια ταχεία βελτίωση της υποδομής στην υγεία και την παιδεία και με την πολλαπλή αρωγή των κοινωνικά αναξιοπαθούντων. Ταυτόχρονα να θεσπισθεί μια σεισάχθεια για τους άνεργους και τους εργαζόμενους με χαμηλές απολαβές για τις υποθηκευμένες κατοικίες τους. Το σύστημα έχει καταρρεύσει και είναι μια ευκαιρία για να ανασάνει ο καταπιεσμένος λαός των ΗΠΑ. Αυτά τα πράγματα φυσικά δε γίνονται στα σημερινά πλαίσια της κυριαρχίας των γιγαντιαίων εταιριών, εκτός και αν υπάρχει ένα ρωμαλέο εργατικό κίνημα, πράγμα που δε συμβαίνει στις ΗΠΑ.
Ο άλλος τρόπος είναι με την αρωγή των τραπεζών με κρατικό χρήμα , δηλαδή φόρτωμα της ζημιάς στις πλάτες των εργαζομένων. Η κυβέρνηση Μπούς δεν εξέπληξε κανένα όταν επέλεξε αυτό τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Ελπίδα αποτελεί ο Ομπάμα. Να δούμε σε ποιό βαθμό θα μπορέσει να εφαρμόσει κάποια μέτρα της πρώτης επιλογής που αναφέραμε παραπάνω. Αυτή τη στιγμή ο Ομπάμα έχει τη στήριξη της πλειοψηφίας της αμερικάνικης πλουτοκρατίας γιατί καταλαβαίνουν ότι μόνο ένας ικανός διανοούμενος πολιτικός σαν αυτόν μπορεί να τους βγάλει από το αδιέξοδο που οι ίδιοι οι πλουτοκράτες δημιούργησαν. Όμως μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ είναι η χώρα της κρατικής προβοκάτσιας και της ακραίας κρατικής βίας. Δυστυχώς δε χρειάζεται και πολύ φαντασία για να καταλάβεις ποιός είναι ο ηθικός και σε πολλές περιπτώσεις ο φυσικός αυτουργός τόσων δολοφονιών προικισμένων ηγετών αυτής της χώρας. Μιας χώρας της οποίας ο λαός τρέχει, τρέχει συνεχώς για να αυξήσει τη παραγωγικότητα του, που μέχρι τώρα την καρπώνονται άλλοι ποιο επιδέξιοι.
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στα "Χανιώτικα Νέα" της 15.11.2008 και στην "Πατρίς¨ του Ηρακλείου της 18.11.2008.
**Ο Νίκος Βλασσοπούλος είναι οικονομολόγος και πιστοποιημένος αναλυτής χρηματιστηριακών επενδύσεων.
No comments:
Post a Comment