Tuesday, 10 August 2010

Παίρνω Σβάρνα τα Μποστάνια

Tuesday, November 25, 2008








Rampaging through the pumpkin patch











Γράφει ο Νίκος Βλασσόπουλος

Για όλα φταίει εκείνος ο φουκαριάρης ο Αντρέας, που αυτοκτόνησε με το λουρί του στη φυλακή την ημέρα που το αναθεωρητικό τον απήλασε από κάθε κατηγορία και μένα μού δινε διετή κάθειρξη για τη συμμετοχή μου στην απόδρασή τους.

Σαν κάπως πολλοί μου ‘χανε φανεί οι χωροφύλακες στην προκυμαία της Ραφήνας κείνο το απομεσήμερο.

Έκανα το κορόιδο και προχώρησα και παρκάρισα κοντά στο πρακτορείο. Βγήκα από το αυτοκίνητο σα να μη συνέβαινε τίποτε. Πάνω πού’ μπαινα στη χαρβαλοπαράγκα του πράκτορα με παραμερίζει ένας του Λιμενικού και μπουκάρει μέσα πρώτος.

_Μην κόψεις εισιτήριο σε κανένα, φώναξε.

Ανατρίχιασα, κοίταξα πράκτορα και λιμενικό και το χέρι μου πήγε ασυναίσθητα προς την κολότσεπη.

Δεν μπορεί, σκέφτηκα, αδύνατο. Το κόλπο έχει βραδύκαυστο φυτίλι. Η απόδραση δεν πρόκειται να ανακαλυφθεί μέχρι τη Δευτέρα που θα επιστρέψει ο Επιστάτης Καλλιέργειας της Ειδικής Κολοκύθας από την περιοδεία του στην ύπαιθρο. Λασκάρανε κάπως τα νεύρα μου μ’ αυτή τη σκέψη.

_Ποιός ο λόγος που δεν βγάζετε εισιτήρια; Το φέρρρυ-μπωτ είναι σχεδόν άδειο. Ρώτησα με μια φωνή αλλαγμένη από ένα σφύξιμο που ένοιωθα στο λαιμό.

_ Μη βγάλεις εισιτήριο σε κανένα. Φώναξε πάλι ο λιμενικός καθώς έφευγε.

_ Πρέπει να περιμένετε, κύριε. Διαταγή, κύριε, διαταγή! Εδέησε να μου πει ο πράκτορας με ύφος σπουδαίο.

Γύρισα και κοίταξα τους άλλους δυο που ήτανε στο αυτοκίνητο. Ο Αντρέας μου έγνεφε να πάω να του πω τι γίνεται. Η Θάλεια με κοίταζε και χαμογελούσε. Φυσούσε ένα αεράκι κι’ χε σηκώσει κύμα. Γύρισα σ’ αυτό το ζόρικο τον πράκτορα.

_ Μια και ξέρεις, δε μας λες και μας, δηλαδή.

_Μα τι θέλετε κύριε;

_Ποιός λόγος που δεν κόβεις εισιτήρια;

_ Θ ταξιδέψει ο Επιστάτης Καλλιέργειας της Ειδικής Κολοκύθας.

Αναστέναξα με ανακούφιση.

_Με το καλό να φτάσει. Και τι ώρα είναι να φύγει το φέρρυ-μπωτ;

_ Μα δεν ξέρουμε κύριε. Δεν σας είπα! Περιμένουμε τον Επιστάτη. Το πλοίο ήτανε να φύγει κανονικά πριν από μια ώρα.

_Καλά ντε, μη θυμώνεις.

Γύρισα στο αυτοκίνητο. Ο Αντρέας ήτανε πνιγμένος στον ιδρώτα.

_Δεν τρέχει τίποτα, μην θορυβείσθε. Μας έπεσε ουρανοκατέβατος. Αν δηλαδή φερθούμε έξυπνα. Τους είπα.

_ Τι Τρέχει ρε Παναγιώτη, τι συνέβη;

Του εξήγησα. Του κατέστρωσα και το σχέδιο. Εγώ θα εξουδετέρωνα τους δυο-τρεις παριστάμενους και κατόπιν από τον ασύρματο θα ζητούσαμε τα λύτρα. Ένα καλό ποσό κι’ ένα ελικόπτερο να μας περάσει στη γειτονική χώρα. Στην αρχή μ’ άκουσε, δεν του άρεσε όμως το μέρος για τα λύτρα. Εγώ επέμεινα. Μέχρι τα χτες το μόνο που ‘κανα τα παιδιά ήτανε το ξεπάτωμα της κολοκύθας. Καλό και άξιο. Αλλά βρε αδερφέ και λίγο ρευστό όταν σου τύχει γιατί να μην απλώσεις να το πάρεις; Φτάσανε να με βρίσουνε. Αυτοί επιστήμονες με δυο διπλώματα ο καθένας, που να καταλάβουν από ανάγκη για οικονομική εξασφάλιση. Εγώ, έτσι και απάνω στην επισκευή κανενός ανελκυστήρα, απλώσω κάνα πόδι, ή κεφάλι, πάει το έχασα στον τοίχο του φρέατος και τρέχα να πάρεις αποζημίωση από την ασφάλεια. Μου τα ‘ψαλε και η φιλενάδα του η Θάλεια για την απληστία μου. Κοίταξα να τα μπαλώσω για την εξάπλωση της ειδικής κολοκύθας, τους κινδύνους που διέτρεχε η νεολαία από την υποχρεωτική κατανάλωση του ειδικού κολοκυθόσπορου και τα τοιαύτα. Δεν τα κατάφερα να τους πείσω. Άναψα τσιγάρο και βολεύτηκα λίγο καλύτερα στο κάθισμα. Ύστερα από λίγο ξέχασα την υπόθεση. Δεν μπορούσα να τους κρατήσω κακία, τα συμπαθούσα τα παιδιά. Κι’ εξάλλου στο νησί με περίμενε κι’ ένα μάτσο χιλιάρικα για την απελευθέρωσή τους απ’ τον κολοκυθόκηπο του ίδιου του Επιστάτη Καλλιέργειας της Ειδικής Κολοκύθας.

Χαλασμός κυρίου από μοτοσυκλέτες που μαρσάρανε. Τους είδα στο καθρεφτάκι. Καμιά τριανταριά τρίκυκλα, το καθένα φορτωμένο συμβολικά με μια κολοκύθα, είχανε περικυκλώσει το πορτοκαλί αυτοκίνητο του Επιστάτη και προχωρούσανε εν σχηματισμώ. Μπουκάρανε μαρσάροντας στο φέρρυ-μπωτ.

Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο.

_Έλα, έλα, θα βγάλεις εισιτήριο μέσα. Μου φώναξε ένας λιμενικός.

Το αυτοκίνητό μου ήταν το τελευταίο και μόλις μπήκαμε τραβήξανε την πόρτα του φέρρυ-μπωτ.

Βγήκαμε από το αυτοκίνητο. Το ζεύγος τράβηξε για το μπαρ.

Είδα τον Επιστάτη να ανεβαίνει τη σκάλα προς τη γέφυρα. Πήρα την ίδια κατεύθυνση. Γιατί όχι; Θα μπορούσα κάλλιστα να εκτελέσω το σχέδιο και μόνος μου.

Περνώντας απ’ το μπαρ σταμάτησα, γυναίκες και άντρες τρέχανε πανικόβλητοι προς την έξοδο. Κάτι μαντράχαλοι είχανε ρίξει κάτω δυο και τους χτυπούσανε αλύπητα.

_Μπιστόλι, χαϊμένα κορμιά, ε, μπιστόλι! Φώναζε ένας τόφαλος και κατέβαζε φάπες.

Έβαλα το χέρι στην κολότσεπη για να βεβαιωθώ. Έλλειπε!

Παραμερίσανε κάτι σώματα. Τους είδα! Με ματωμένα πρόσωπα και πρησμένα μάτια.

Κάποιος θυμήθηκε ότι είχανε μπει με το αυτοκίνητό μου. Σε δυο λεπτά με είχανε εντοπίσει.

Τους άλλους δυο δεν τους ξανάδα. Απ’ ότι άκουσα τους ρημάζανε κάθε μέρα στο ξύλο όσο τους είχαν στη φυλακή. Η Θάλεια, κατά τη βεβαίωση ενός ψυχιάτρου, ήταν ανισόρροπη από μικρή, με ιδιαίτερη, λέει απέχθεια στα φυτά. Σε ηλικία μόλις δώδεκα χρονών είχε αμοληθεί σ’ ένα μποστάνι κ’ είχε καταστρέψει μια ολόκληρη πρασιά από κολοκύθες. Πρόσφατα είχε χιμήξει μ’ άλλους δυο σ’ ένα πωλητή ξηρών καρπών που’ χε μεγάλο τζίρο στα σπόρια. Ο Αντρέας που μ’ αφόπλισε, για το καλό μου, ο φουκαριάρης, πήγε από το λουρί του, όπως ανέφερα στην αρχή. Ρε, να μη σκεφτεί κανείς να του το πάρει!

Όσο για μένα. Μετά τον πρώτο άγριο ξυλοδαρμό μ’ άφησαν ήσυχο. Κάτι χαρτιά μου δώσανε και υπέγραψα και μια κατάσταση με ονόματα. Και μπορώ να πω πως από τότε μου φέρονται σαν κύριοι.

Όμως δεν ξεχνώ αυτούς τους μόνους αξιόλογους ανθρώπους που γνώρισα. Πάνε, σβήσανε. Κι’ εγώ που δεν έκανα για τον αγώνα, ένα ξεπουλημένος αριβίστας, όπως μ’ αποκαλούσανε, μια σκέψη έχω, να επανορθώσω. Με λαιμαργία μασουλώ τα ειδικά σπόρια μπροστά στο φύλακα κάθε πρωί. Και τα ξερνάω μέχρι το τελευταίο μόλις μ’ αφήσει μόνο στο κελί. Σ’ ένα σπασμένο καθρεφτάκι είδα τη φάτσα μου προχτές. Εντάξει, ούτε ίχνος πρηξίματος από τα σπόρια. Και λίγο αδυνατισμένος μάλιστα. Υπομονή και προσοχή και οι πέντε μήνες που απομένουν θα περάσουν. Και ύστερα πάλι πίσω στην παλιά απασχόληση: Να βγαίνεις αφέγγαρη βραδιά, ν’ απασχολείς το μαντρόσκυλο με καμιά σκύλα και να χιμάς μεσ’ το μποστάνι ακράτητος, να κόβεις και να ξεριζώνεις κολοκύθες.



*Γράφτηκε το 1973 και δημοσιεύθηκε στα Χανιώτικα Νέα.

Labels: Αλληγορία Χούντας, Κολοκυθόσποροι, μποστάνια

No comments:

Post a Comment