Monday 12 March 2012


Τα Σιδηρουργεία στη Κατοχή και πιο πριν
(Προς δημοσίευση στα "Χανιώτικα Νέα")


Γράφει ο Νίκος Βλασσόπουλος



Σίγουρα από πολύ παλιά, από τότε που τα Χανιά είχαν όλα τα χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής πόλης και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Αποκορώνου, στο κομμάτι από την αρχή της μέχρι και την Κορνάρου στέγαζε τις περισσότερες βιοτεχνίες επεξεργασίας μετάλλου και στον εικοστό αιώνα ένα σημαντικό αριθμό  συνεργείων αυτοκινήτων και κατασκευής αμαξωμάτων. Δικαίως λοιπόν αυτό το κομμάτι μέχρι τη δεκαετία του ’60 ήταν περισσότερο γνωστό ως Σιδηρουργεία. Η επιλογή αυτής της περιοχής για την ανάπτυξη αυτής της δραστηριότητας οφείλεται στο γεγονός ότι η αρχή της Αποκορώνου ήταν στη νότια πύλη των τειχών της παλιάς πόλης, όπου οι εισερχόμενοι άφηναν τα οχήματά τους για επισκευή μετά από ένα μάλλον περιπετειώδες ταξίδι στους καρόδρομους της ενδοχώρας. Τα σιδηρουργεία προφανώς δεν άρχιζαν ακριβώς από την πύλη της πόλης καθώς παρεμβάλλονταν αναγκαστικά οι εργολάβοι κηδειών που για ευνόητους λόγους υγιεινής ήταν πάντα εκτός των τειχών. Στον εικοστό αιώνα η δραστηριότητα στην περιοχή ενισχύθηκε εξαιτίας του ότι ενώ αυξάνονταν οι ανάγκες του κόσμου για νέα προϊόντα η έλλειψη συναλλάγματος απέκλειε την εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων από το εξωτερικό και η εγχώρια βιομηχανία σ’ αυτούς τους κλάδους δεν είχε αναπτυχθεί. Στη δεκαετία του ’40 μάλιστα η παντελής έλλειψη απαραίτητων βιομηχανικών προϊόντων είχε τεράστιες επιπτώσεις στην υγεία και στην ασφάλεια του πληθυσμού. Για παράδειγμα,  κύρια αιτία για τις συχνές πτώσεις λεωφορείων και φορτηγών σε γκρεμούς στο Νομό μας κείνη την εποχή, ήταν η έλλειψη των κατάλληλων συρματόσκοινων για τα φρένα, όπου αδαείς οδηγοί όταν τους κοβόταν ένα συρματόσκοινο, έβαζαν ένα απλό σύρμα που κατά τη γνώμη τους “θα κρατούσε”. Ε! Πολλές φορές “δεν κρατούσε”…    

Αυτές οι βιοτεχνίες κατασκεύαζαν ότι μπορείς να φανταστείς. Οι παραδοσιακοί σιδηρουργοί έφτιαχναν από πέταλα μέχρι όλα τα σιδερένια χρειαζούμενα σε ένα σπίτι, καθώς και όλα τα εργαλεία για τις αγροτικές εργασίες. Οι πιο προχωρημένοι αναλάμβαναν μικρές και μεγάλες παραγγελίες για έργα με απαιτήσεις ακριβείας, όπως έμβολα για ελαιοπιεστήρια, έκοβαν γρανάζια, αντέγραφαν και κατασκεύαζαν εξαρτήματα όπλων. Μάλιστα τότε όλοι οι σιδηρουργοί είχαν και ένα σιδεροτρύπανο της εποχής εκείνης που ήταν ένα μηχάνημα ύψους περίπου δυόμιση μέτρων με το οποίο άνοιγαν τρύπες στα σιδερικά τους. Όμως μερικοί από αυτούς αμέσως μετά τον πόλεμο με αυτό το μηχάνημα διεύρυνα και κάνες πολεμικών όπλων και τα έκαναν κυνηγετικά. Μια μάλλον παράτολμη πράξη για ανειδίκευτους τορναδόρους, με αποτέλεσμα να υπάρξουν και αρκετά ατυχήματα με αυτά τα μεταποιημένα όπλα. Τα αμαξώματα όλων των λεωφορείων του Νομού κατασκευάζονταν εκεί, με ξύλινο σκελετό και μεταλλική επένδυση. Ταλαντούχοι οξυγονοκολλητές έφτιαχναν αριστουργηματικές καρότσες φορτηγών από χαλύβδινες λαμαρίνες.

Δυο τρεις μεγάλοι, όπως ο Μελαμπιανάκης στην Αποκορώνου, είχαν και χυτήρια και κατασκεύαζαν τους βαρείς μηχανισμούς των μαγκανοπήγαδων και όλων των ειδών τις άγκυρες. Ορισμένοι από αυτούς τους προχωρημένους, στις αρχές του 20ού αιώνα λόγω της μεγάλης ζήτησης είχαν θησαυρίσει. Λεγόταν μάλιστα για τον γιό ενός από αυτούς που του άρεσαν οι ιταλίδες ότι μια φορά το χρόνο πήγαινε στο καμαράκι που χρησίμευε ως θησαυροφυλάκιο της οικογενειακής επιχείρησης και με μια σέσουλα γέμιζε ένα σακουλάκι με λίρες και ναπολεόνια, φώναζε κανένα συνομήλικο γλεντζέ και φεύγανε για την Ιταλία για ένα εικοσαήμερο…      

Η γωνία Σιδηρουργία και Μπονιαλή, που σήμερα αποτελεί μέρος του συγκροτήματος κτιρίων του εμπορικού κέντρου ‘ΕΡΜΗΣ, είναι  ένα πολύ σημαντικό σημείο για την ιστορία των Χανίων. Ακριβώς στη γωνία ήταν ένα νεοκλασικό κτίριο, με ισόγειο και ένα όροφο, που ανήκε στην οικογένεια Μινωτάκη. Στο ισόγειο στη δεκαετία του σαράντα, που ήμουνα παιδί, στεγαζόταν η αποθήκη του σιδηρέμπορου Μάρακα. Όμως στην μαρκίζα εξακολουθούσε να αναγράφεται η προηγούμενή του χρήση: ΒΑΦΕΙΟΝ ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ «Ο ΛΕΩΝ». Η επιχείρηση ανήκε στο Μινωτάκη και στο κτίριο αυτό γεννήθηκε και μεγάλωσε ο γιός του και μετέπειτα μεγάλος μας ηθοποιός Αλέξης Μινωτής.

Στο μέσον περίπου της ανατολικής πλευράς της Αποκορώνου μεταξύ των οδών Βολουδάκιδων και Μπονιαλή ήταν το μηχανουργείο της οικογένειας Μεφσούτ. Ήταν γνωστό για τις φοβερές ικανότητες των τορναδόρων του. Θυμάμαι που μόλις είχαν φύγει οι γερμανοί και ο δεκαπεντάχρονος τότε γιός Μεφσούτ, ο Λορέντζος, κάπου είχε βρει ένα αχρηστευμένο μικρό κινητήρα. Τον επιδιόρθωσε κάνοντας του ρεκτιφιέ και σκαρώνοντας στον τόρνο τα κομμάτια που έλλειπαν. Τον δοκίμασε και δούλευε μια χαρά. Τον εξόπλισε με τους απαραίτητους δίσκους για να μεταδίδει την κίνηση με αλυσίδα και τον μοντάρισε σε ένα ποδήλατο. Αυτό ήταν! Είχε πλέον το δικό του μοτοσακό. Όταν αποφάσισε να το δοκιμάσει στην Αποκορώνου η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία. Πρώτοι, πρώτοι κατεβήκαμε εμείς, τα παιδιά της Μπονιαλή για να δούμε την επίδειξη. Ήταν Κυριακή γύρω στις 11.00 το πρωί και πολλοί από τους μηχανουργούς της περιοχής είχαν επίσης προσέλθει φορώντας τα καλά τους. Σε λίγο φάνηκε ο Λορέντζος με το δημιούργημά του. Το βάζει μπρός, βάζει ταχύτητα και φεύγει φουλαριστός προς τα πάνω, δηλαδή νότια στην Αποκορώνου. Σε λίγο τον βλέπουμε να κατεβαίνει και πάλι ακάθεκτος, μειώνει ταχύτητα και στρίβει να κάνει το «Γύρο του Θριάμβου» στην Πλατεία των Σιδηρουργείων. Και τότε ακούμε μια έκρηξη! Ο Λορέντζος τινάχτηκε πάνω και το μοτοποδήλατο διένυσε μια απόσταση χωρίς αναβάτη, φλεγόμενο!…

Τρέξαμε όλοι να δούμε τι έγινε. Δυό, τρεις πιο ψύχραιμοι πήραν το παιδί και το πήγαν στην κλινική του Γεωργιλαδάκη, που τότε ήταν στη αρχή της Στρατηγού Τζανακάκη, στο κτίριο που βρίσκεται απέναντι από τη Εθνική Τράπεζα. Τον ξανάδαμε, ως ήρωα πλέον, ύστερα από μια εβδομάδα με το ένα χέρι στο γύψο... Αργότερα ο Λορέντζος είχε μια θαυμαστή σταδιοδρομία στα μηχανουργικά με τη δικιά του αξιόλογη επιχείρηση κάπου στην Αττική.

Τα συνεργεία αυτοκινήτων είχαν τις δικές τους επιδόσεις. Θυμάμαι την περίπτωση ενός απογυμνωμένου αυτοκινήτου FIAT σ’ αυτό που τότε ονομάζαμε «Στενό του Μελαμπιανού», ήταν ο σημερινός πεζόδρομος που ενώνει τη Στρατηγού Τζανακάκη με τη Σφακίων, μεταξύ των οδών Μπονιαλή και Βολουδάκιδων. Το αυτοκίνητο ήταν εκεί χρόνια και με τα δικά μας παιγνίδια και βανδαλισμούς είχε καταντήσει σαράβαλο. Ο λεβιές για την αλλαγή ταχύτητας, όπως και το χειρόφρενο, ήταν στην δεξιά εξωτερική πλευρά του σασί του αυτοκινήτου, πράγμα που σημαίνει ότι το όχημα είχε κατασκευαστεί πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λοιπόν αυτό το πράγμα που σήμερα θα το θεωρούσαμε παλιοσίδερα, το πήρε ένα συνεργείο που βρισκόταν απέναντι από την «Ηλεκτρική», που ήταν το δημοτικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και βρισκόταν στη γωνία του σημερινού δημοτικού πάρκιν, και το έκανε ένα ωραίο και λειτουργικότατο, τετράπορτο ταξί.

Εδώ θα πρέπει να σε πληροφορήσω αναγνώστη ότι από ότι ξέρω, μέχρι το 1953 που λόγω των συνθηκών της εποχής αναγκάστηκα να φύγω στο εξωτερικό, η Πλατεία Σιδηρουργείων που αναφέρω ήταν μια τεράστια αλάνα με όρια τους σημερινούς δρόμους Αποκορώνου, Περίδου και Κωνσταντινουπόλεως. Στην προπολεμική περίοδο στο βόρειο τμήμα, προς την Αγορά, γινόταν σε τακτά διαστήματα το παζάρι των αιγοπροβάτων. Κάπου έχω και μια φωτογραφία από αυτό το παζάρι. Σε απόσταση τριάντα μέτρων περίπου από την «Ηλεκτρική» βρισκόταν και το εντυπωσιακότερο πράγμα σ’ αυτή την αλάνα, ένα αιωνόβιο πεύκο με διάμετρο κορμού στη βάση πάνω από ένα μέτρο.  

Στην Κατοχή οι γερμανοί γνώστες των ικανοτήτων των μαστόρων της Αποκορώνου είχαν επιτάξει όλα τα τορνευτήρια και τους τορναδόρους για να τους επιδιορθώνουν τα τανκς. Είχαν περικυκλώσει περίπου την ίδια έκταση  όπου γινόταν το παζάρι με συρματόπλεγμα όπου στάθμευαν τα τανκς και άλλα βαριά ερπιστριοφόρα για συντήρηση και επιδιορθώσεις. Οι αμοιβές αυτών των επιταγμένων τορναδόρων έφταναν ίσα-ίσα για επιβίωση, οπότε ήταν φυσιολογικό αν παρουσιαζόταν καμιά ευκαιρία, να άρπαζαν κάτι από τους γερμανούς. Ένας στενός μου φίλος, μικρό παιδί και αυτός κείνη την εποχή, αλλά ικανότατος μάστορας από πολύ νωρίς, μπήκε μια μέρα στην Πλατεία με το καρότσι του για να παραδώσει μια παραγγελία. Όπως έφευγε περνώντας ανάμεσα από τα τανκς βλέπει δυο μεγάλα γρανάζια αφημένα στην άκρη. Στα γρήγορα τα βάζει στο καρότσι και τα σκεπάζει με μια λινάτσα. Στην πύλη ευτυχώς δεν του έκαναν έλεγχο. Δεν περνάνε δυο-τρεις μέρες και καταφθάνουν στο οικογενειακό μαγαζί ένας αξιωματικός και ένας στρατιώτης. Στο πηλίκιο του αξιωματικού είχε μια νεκροκεφαλή. Ο φίλος κέρωσε και κοκάλωσε: “Waffen SS των τεθωρακισμένων”!... Ευτυχώς δεν του έδωσαν σημασία, απευθύνθηκαν στον πατέρα του και απλώς του έδωσαν παραγγελία για δυο γρανάζια, δηλαδή για τα δυο γρανάζια που είχε «βρει» φεύγοντας από τον όρχο. Την ίδια νύχτα έκατσε και με ένα λειαντικό έφαγε στον τόρνο κάτι που ήταν γραμμένο με προεξέχοντα γράμματα στα γρανάζια. Ύστερα από δυο μέρες παρέδωσε τα γρανάζια και πληρώθηκε. Αλλά.., δεν το ξανάκανε!     

Ένα μικρό κομμάτι στη νότια πλευρά, αυτό που σήμερα είναι ένα μικρό παρκάκι,  είχε μείνει εκτός όρχου. Εκεί οι γερμανοί συστηματικά καλλιεργούσαν πατάτες, λάχανα και παντζάρια. Εκείνο που μας είχε κάνει εντύπωση είναι ότι για να βγει ένα φυτό φύτευαν ολόκληρη την πατάτα, ενώ εμείς φυτεύαμε τα μάτια της πατάτας με λίγη πατάτα τριγύρω. Το ίδιο αυτό μικρό κομμάτι αποτέλεσε στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια τη μάντρα για παλιοσίδερα του επιχειρηματία Μάρακα , που ανάφερα παραπάνω. Ο κ. Μάρακας ήταν  πολύ λεβέντης. Για ένα διάστημα ένας πιτσιρικάς από μια άλλη γειτονιά κάθε τόσο του αφαιρούσε από τη μάντρα του κανένα σιδερικό και του το έφερνε για να του το πουλήσει. Ο κ. Μάρακας κατανοώντας ότι η πράξη του παιδιού αντανακλούσε κάποια οικογενειακή ανέχεια, του έδινε ένα μικρό ποσό λέγοντάς του όμως ότι ξέρει που το είχε βρει.

Στην Περίδου, κοντά στη συμβολή με την Αποκορώνου, υπήρχε και ένα μεγάλο υπόστεγο που από πριν τον Πόλεμο χρησιμοποιείτο κυρίως ως ρεμίζα για λεωφορεία. Όταν το 1940 ήρθαν τα Βρετανικά στρατεύματα έγινε αποθήκη για διάφορα υλικά του στρατού. Ευτυχώς όχι για πολεμοφόδια, διότι κάποτε έπιασε φωτιά και κάηκαν τα πάντα. Είχα πάει και γω για να δω την πυρκαγιά και τότε για πρώτη φορά είχα ακούσει τη λέξη «σαμποτάζ». Πριν από μερικά χρόνια ο παλιός μου γείτονας και άριστος μηχανουργός, ο Βασίλης ο Κοκκοράκης μου είχε πει ότι τότε είχε κυκλοφορήσει ότι δεν επρόκειτο περί σαμποτάζ, τη φωτιά την είχαν βάλει οι ίδιοι οι εγγλέζοι για να συγκαλύψουν κάτι κλεψιές που είχαν κάνει. Έχοντας υπόψη την ανοργανωσιά και την έλλειψη πειθαρχίας του εκστρατευτικού σώματος που είχε σταλεί στη Ελλάδα, μάλλον έτσι έγιναν τα πράγματα.

Λίγο πιο πέρα από εκεί, στην Οδό Υψηλαντών, στο ισόγειο του κτιρίου που στεγάζει το Θέατρο Κυδωνία του κ. Βιρβιδάκη, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Μουσολίνι, οι γερμανοί λειτουργούσαν ένα εργοστάσιο εξαγωγής ινών για σκοινιά από φίλα αθανάτου. Υπήρχαν περίπου είκοσι μηχανήματα και όλοι οι εργάτες ήταν ιταλοί στρατιώτες κρατούμενοι των γερμανών. Ημίγυμνοι και καταϊδρωμένοι, σήκωναν ένα φύλλο αθανάτου με μια αρπάγη το έβαζαν μέσα σε μια χοάνη του μηχανήματος και κατόπιν πατώντας ένα πετάλι μια δαγκάνα με δόντια άρπαζε το φύλλο και ο εργάτης άρχιζε ένα κοπιώδες έργο να τραβάει με την αρπάγη του το φύλλο για να βγάλει τις ίνες από τη σάρκα.. Ως παιδιά περνούσαμε απέξω και βλέπαμε την κατάσταση. Η δουλειά ήταν επίπονη και συνεχής και κανείς δε μιλούσε. Κατά καιρούς στο ντάλα μεσημέρι άκουγες μια κραυγή να έρχεται από αυτό το κολαστήριο, καθώς κάποιος ιταλός θέλοντας να δώσει τέλος στο μαρτύριο της δουλειάς και ποιός ξέρει τι άλλες ταλαιπωρίες, έβαζε το χέρι του μέσα στο μηχάνημα τη στιγμή που έκλεινε η δαγκάνα και του το έκοβε!...

Δεν ξέρω πως ακριβώς συνέβη, αλλά όταν επέστρεψα απέξω για να υπηρετήσω στο στρατό το 1961, όλη η πλατεία, με εξαίρεση το μικρό κομμάτι όπου βρίσκεται το παρκάκι σήμερα, είχε κτιστεί με κείνες τις άχαρες, για να μην πούμε κάτι το χειρότερο, πολυκατοικίες με τα μαγαζιά στο ισόγειο. Επειδή από ότι ξέρω η έκταση ανήκε στο Δήμο και στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η Αμερικάνικη αποστολή είχε επιβάλει την αρπαγή από το Δημόσιο των εσόδων των δήμων από τα Διαπύλια τέλη και το Φόρο καπνού, προφανώς ο ταλαίπωρος Δήμος είχε αναγκαστεί τότε να εκποιήσει την περιοχή για να καλύψει κάποιες τρύπες στα οικονομικά του. Κρίμα, ήταν ένας ιστορικός χώρος που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει χώρος πράσινου.